- σκωληκοφάγος
- σκωληκο-φάγος [ᾰ], ον,A eating worms or grubs, ib.592b16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωληκοφάγος — ο / σκωληκοφάγος, ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, ο, Ν αυτός που τρέφεται με σκώληκες νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών τής οικογένειας τών ικτεριδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + φάγος*] … Dictionary of Greek
σκωληκοφάγα — σκωληκοφάγος eating worms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοφάγων — σκωληκοφάγος eating worms masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
σκουληκοφάγος — α, ο, Ν βλ. σκωληκοφάγος … Dictionary of Greek
scolecophagous — scolecophagous, a. (skɒlɪˈkɒfəgəs) [f. mod.L. scōlēcophagus, a. Gr. σκωληκοϕάγος f. σκωληκ(ο) , σκώληξ worm (see scolex) + ϕάγος: see phagous.] ‘Worm eating, as a bird’ (Cent. Dict. 1891) … Useful english dictionary